-
1 палатка
-и θ.1. σκηνή, αντίσκηνο•лагерная палатка σκηνή εκστρατείας•
разбить -у στήνω τη. σκηνή.
2. περίπτερο, κιόσκι.εκφρ.προ•палатка бирная палатка – δοκιμαστήριο, περίπτερο ελέγχου πολύτιμων μετάλλων, νομισμάτων κ.τ.τ.
1 палатка
лагерная палатка σκηνή εκστρατείας•
разбить -у στήνω τη. σκηνή.